Audiobook • 22m
Βγήκε λοιπόν, από τη σπηλιά και πήρε τον δρόμο για την πόλη κι εκεί στην άκρη του δρόμου βρήκε ένα καβούκι χελώνας. Παραξενεύτηκε, το σήκωσε, το κοίταξε καλά καλά, το χτύπησε από πάνω με τα δάχτυλα, το χτύπησε κι από κάτω κι έτσι κούφιο όπως ήταν, έβγαζε ήχους. Τοκ-τοκ, τοκ-τοκ, ο Ερμής το χτυπούσε σαν τύμπανο και προχωρούσε και προχωρούσε, μέχρι που έφτασε στην Θεσσαλία κι εκεί είδε κάτι όμορφα άλογα και πολλές όμορφες αγελάδες με χρυσά κέρατα. Αυτές τις αγελάδες όμως, τις προστάτευε ο Απόλλωνας, ο θεός του φωτός και ο Ερμής δεν το ήξερε, αλλά ούτε και τον ένοιαζε, αφού του άρεσαν πολύ. «Θα τις πάρω για δικές μου», είπε και για να μην καταλάβει ο ιδιοκτήτης τους ποιος τις έκλεψε, έβαλε χόρτα στα πόδια τους και τις έβαλε να περπατάνε προς τα πίσω. Έτσι, όποιος το πρωί θα έβλεπε τα ίχνη δεν θα καταλάβαινε πώς έφυγαν οι αγελάδες, αφού τα χόρτα στα πόδια τους θα έσβηναν τις πατημασιές από το χώμα. Κι επειδή ήταν βράδυ και δεν είχε φώτα στον δρόμο, έβαλε έναν ταύρο μπροστά να περπατάει κι έδεσε στα κέρατά του ξύλα με φωτιά. Έτσι φτιάχτηκαν οι πρώτοι προβολείς αυτοκινήτων.
Γλώσσα: Ελληνικά
Στέλλα Κάσδαγλη
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης